κοσμηματοποιία

κοσμηματοποιία
η
η τέχνη τού κοσμηματοποιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1801 στον Δανιήλ Φιλιππίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γαγάτης — Οργανικό πετράδι αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα. Έχει χρώμα μαύρο ή καστανόμαυρο και αποτελεί ποικιλία του λιγνίτη. Η ονομασία του αποδίδεται στην αρχαιοελληνική έκφραση λίθος γαγάτης, δηλαδή λίθος (πέτρα) από τη Γάγα, πόλη της Λυκίας της Μικράς …   Dictionary of Greek

  • μαργαριτάρι — Μαργαρώδης σκληρή ουσία που σχηματίζεται από διάφορα μαλάκια, με την εναπόθεση μαργαριτώδους οστράκου γύρω από ένα μικρό ξένο σώμα. Μαργαριτοφόρα δεν είναι μονάχα ορισμένα δίθυρα της θάλασσας και των γλυκών νερών, αλλά επίσης μερικά γαστερόποδα… …   Dictionary of Greek

  • ησσονίτης — Ορυκτό, μέλος της ομάδας των πυριτικών ορυκτών και πετραδιών. Αποτελεί πορτοκαλοκάστανη ποικιλία του γροσσουλάριου γρανάτη με χημικό τύπο Ca3Al2(SiO4)3. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, δεν παρουσιάζει σχισμό και γι’ αυτό είναι κατάλληλος στην… …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

  • ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόδωρο — Το πυριτικό ορυκτό βήρυλλος, όταν έχει τη μορφή πολύτιμου πετραδιού. Το η. είναι όμοιο με τη βήρυλλο – εκτός από το χρώμα, που είναι αποτέλεσμα παρουσίας διαφόρων εγκλείστων στην κρυσταλλική του δομή. Όταν τα έγκλειστα αυτά είναι οξείδιο του… …   Dictionary of Greek

  • καλέμι — Ατσάλινο εργαλείο που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για τη χάραξη των μετάλλων. Κ. ονομάζεται επίσης και ένα προϊστορικό εργαλείο από πυρίτη, αρκετά διαδεδομένο στην ανώτερη παλαιολιθική εποχή, το οποίο όμως εμφανιζόταν σποραδικά και στην… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • μαλαχίτης — Ορυκτό του χαλκού, με χημική σύσταση CuCO3·Cu(OΗ)2. Ο μ. ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και οι κρύσταλλοί του είναι σπάνιοι, λεπτοί, επιμήκεις πρισματικοί και συχνότερα βελονοειδείς. Σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”